- Αμάρνα
- Σπουδαιότατος αρχαιολογικός χώρος της Αιγύπτου, γνωστός κυρίως ως Τελ ελ Αμάρνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τελ ελ Αμάρνα — Τοποθεσία της Άνω Αιγύπτου, όπου βρίσκονται τα ερείπια της πόλης, που έχτισε ο φαραώ Αχενατόν προς τιμήν του θεού Ατόν, του ηλιακού δίσκου. Η πόλη καταστράφηκε λίγα χρόνια αργότερα στα χρόνια του φαραώ Χαρεμχάμπ από φανατικούς οπαδούς του… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Νεφερτίτη — (14ος αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Αιγύπτου. Ήταν σύζυγος του φαραώ Αμένοφη Δ’ του «αιρετικού βασιλιά», που άλλαξε σε Αχενατόν το ίδιο του το όνομα προς τιμήν της λατρείας του θεού Ατούμ (Ατόν), την οποία προσπάθησε να επιβάλει στη θέση της παλιάς… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
αιγυπτιολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Στις αρχές της Αναγέννησης, οι γνώσεις για τον αιγυπτιακό πολιτισμό προέρχονταν αποκλειστικά σχεδόν από τα έργα των Ελλήνων κλασικών Ηρόδοτου, Διόδωρου Σικελιώτη, Στράβωνα … Dictionary of Greek
Αλασία — Αρχαιότατη πόλη της Κύπρου. Η ονομασία της μνημονεύεται στα κείμενα της Τελ ελ Αμάρνα και στις σφηνοειδείς πινακίδες του αρχείου των Χετταίων. Άκμασε γύρω στο 1600 1200 π.Χ. Ήταν σπουδαιότατο κέντρο εξόρυξης και εξαγωγής χαλκού, ιδίως προς τη… … Dictionary of Greek
Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… … Dictionary of Greek
Ατόν — Αρχαία αιγυπτιακή θεότητα, που συνδέεται με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση που επέβαλε στην Αίγυπτο ο φαραώ Αμένοφις Δ’ (Ακενατόν) κατά την περίοδο της βασιλείας του (περ. 1369 1353 π.Χ.). Η μεταρρύθμιση αυτή αναφέρεται στην εισαγωγή ενός μόνο θεού … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek